-
1 Compulsion
subs.P. and V. ἀνάγκη, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compulsion
-
2 have
(to have or keep (something) in case or until it is needed: If you go to America please keep some money in reserve for your fare home.) φυλάγω για ώρα ανάγκης -
3 keep etc in reserve
(to have or keep (something) in case or until it is needed: If you go to America please keep some money in reserve for your fare home.) φυλάγω για ώρα ανάγκης -
4 save etc for a rainy day
(to keep (especially money) until one needs it or in case one may need it.) βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης -
5 Force
subs.Compulsion: P. and V. βία, ἡ, ἀνάγκη, ἡ.Motion: P. φορά, ἡ.Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, ἀνάγκῃ, ἐξ ἀνάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κράτος.By force of arms: P. κατὰ κράτος.Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Be in force: P. and V. ἰσχύειν.Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατὰ τὸ καρτερόν.——————v. trans.Compel: P. and V. ἀναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.Force back: see Repulse.Force open: see Prise.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force
-
6 Inevitably
adv.Necessarily: P. and V. ἀναγκαίως.By constraint: ἀνάγκῃ, ἐξ ἀνάγκης.You will inevitably fail: P. and V. οὐκ ἔσθʼ ὅπως οὐ κακῶς πράξεις.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inevitably
-
7 Necessarily
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Necessarily
-
8 Pressure
subs.Necessity, compulsion: P. and V. ἀνάγκη, ἡ.Under pressure of: P. and V. ὑπό (gen.).Pressure of space: P. στενοχωρία, ἡ.Each people readily leaving their own country under pressure of neighbours growing more numerous with time: P. ῥᾳδίως ἕκαστοι τὴν ἑαυτῶν ἀπολείποντες βιαζόμενοι ὑπό τινων ἀει πλειόνων (Thuc. 1, 2).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pressure
-
9 Strait
subs.Narrow sea passage: P. and V. στενόν, τό, πορθμός, ὁ, πόρος, ὁ, V. γνάθος, ἡ, στενωπός, ἡ, αὐλών, ὁ, δίαυλος, ὁ.They shall inhabit the plans that front the straight between two continents: V. ἀντίπορθμα δʼ ἠπείροιν δυοῖν πέδια κατοικήσουσι (Eur., Ion, 1585).Straits, difficulties: P. and V. ἀπορία, ἡ, ἄπορον, τό, or pl., V. ἀμήχανον, τό, or pl., P. τὰ δυσχερῆ; see also misfortune.Into what straits of necessity have we fallen: V. εἰς οἷʼ ἀνάγκης ζεύγματʼ ἐμπεπτώκαμεν (Eur., I. A. 443).The maintenance of his mercenaries will land him in great straits: P. εἰς στενὸν κομιδῆ τὰ τῆς τροφῆς τοῖς ξένοις αὐτῷ κακαστήσεται (Dem. I5).——————adj.Narrow: P. and V. στενός, V. στενόπορος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Strait
-
10 Unavoidably
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unavoidably
См. также в других словарях:
ἀναγκῆς — ἀναγκάζω force fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκης — ἀνάγκη force fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεινῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἰσχυρότερον. — δεινῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἰσχυρότερον. См. Нужда закон изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κατάσταση ανάγκης — (Νομ.). Κατάσταση κινδύνου σε έννομα αγαθά, η οποία μπορεί να αποτραπεί μόνο με τη βλάβη ξένων αγαθών. Δημιουργεί σύγκρουση καθηκόντων και πρόβλημα στάθμισης και αξιολόγησης των αγαθών που πρέπει να θυσιαστούν και εκείνων που δικαιολογείται να… … Dictionary of Greek
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
бѣда — БѢД|А (640), Ы с. 1.Беда, бедствие, несчастье: Въ влънахъ житиискахъ ѥси. въ боури ли морьскѣи бѣдоу приѥмлеши. показаю ти с҃ноу мои. истиньна˫а пристанища. Изб 1076, 14; она же соуща въ такои бѣдѣ много мол˫астас˫а ст҃ыма страстотрьпьцема. СкБГ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Σιέρα Λεόνε — Aπό γεωλογική άποψη η Σιέρα Λεόνε ανήκει στην εκτεταμένη εκείνη περιοχή στις παρυφές της βόρειας Aφρικής που, μολονότι παρέμεινε ουσιαστικά έξω από τις μεγαλειώδεις συρρικνώσεις του Tριτογενούς, υπέστη διαδικασίες ανανέωσης και επηρεάστηκε από… … Dictionary of Greek
Σοπενχάουερ, Άρτουρ — (Schopenhauer). Γερμανός φιλόσοφος (Ντάντσιχ 1788 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1860). Γιος πλούσιου έμπορου της βόρειας Γερμανίας, μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη μαζί με τη μητέρα του Γιοχάνα, γνωστή τότε συγγραφέα. Έτσι ήρθε … Dictionary of Greek
PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… … Hofmann J. Lexicon universale